- αντίος
- ἀντίος, -α, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλο2. εκείνος που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο, ο αντίθετος3. ο ευθύς (σε αντίθεση με τον πλάγιο)4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίον κ. ἀντίαα) ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωποθ) εναντίονγ) φρ. «τὸν δ' ἀντίον ηὔδα» — του απάντησαδ) φρ. «ἀντία εἶναι» — συμπαραστέκεται, βοηθά.
Dictionary of Greek. 2013.